Betaferon /Schering Hellas
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Betaferon 250 µg/ml, σκόνη και διαλύτης για ενέσιµο διάλυµα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ανασυνδυασµένη ιντερφερόνη βήτα-1b* 250 µg (8,0 εκατοµ. IU) ανά ml, µετά την ανασύσταση.
Το Betaferon περιέχει 300 µg (9,6 εκατοµ. IU) ανασυνδυασµένης ιντερφερόνης βήτα-1b ανά φιαλίδιο.
Για τα έκδοχα βλέπε παράγραφο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Σκόνη και διαλύτης για ενέσιµο διάλυµα.
4. ΚΛΙΝΙΚEΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Betaferon ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών µε υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα σκλήρυνση κατά πλάκας και δύο ή περισσότερες υποτροπές εντός των τελευταίων δύο ετών. Το Betaferon ενδείκνυται επίσης για ασθενείς µε δευτερογενή προοδευτικά επιδεινούµενη µορφή της σκλήρυνσης κατά πλάκας µε ενεργή νόσο, η οποία αποδεικνύεται από υποτροπές.
4.2 ∆οσολογία και τρόπος χορήγησης
Η αγωγή µε το Betaferon πρέπει να αρχίζει κάτω από την επίβλεψη ενός γιατρού που έχει πείρα στη θεραπεία της ασθένειας αυτής.
-
• Ενήλικες ασθενείς (≥ 18 ετών):
Η συνιστώµενη δόση του Betaferon σε ασθενείς µε υποτροπιάζουσα - διαλείπουσα σκλήρυνση κατά πλάκας ή δευτερογενή προοδευτικά επιδεινούµενη νόσο είναι 250 µg (8,0 εκατοµµύρια IU), η οποία περιέχεται σε 1 ml του ανασυσταθέντος διαλύµατος (βλέπε παράγραφο 6.6 «Οδηγίες χρήσης, χειρισµού <,απόρριψη> ») και ενίεται υποδορίως κάθε δεύτερη ηµέρα.
∆εν έχει ακόµη διευκρινισθεί απόλυτα ποια είναι η καταλληλότερη δόση.
Αυτή τη στιγµή δεν είναι γνωστό, ποιο θα πρέπει να είναι το χρονικό διάστηµα θεραπείας του ασθενούς. ∆εν έχει αποδειχτεί επαρκώς η αποτελεσµατικότητα της θεραπείας για την υποτροπιάζουσα - διαλείπουσα µορφή της σκλήρυνσης κατά πλάκας, όταν αυτή διαρκεί περισσότερο από 2 χρόνια. Για τη δευτερογενή προοδευτικά επιδεινούµενη µορφή της σκλήρυνσης κατά πλάκας έχει δειχτεί αποτελεσµατικότητα για περίοδο δύο ετών, σε µία ελεγχόµενη κλινική µελέτη µε περιορισµένα στοιχεία για διάστηµα έως και τριών ετών θεραπευτικής αγωγής. Για όλους τους ασθενείς, µετά από δύο χρόνια χορήγησης, πρέπει να διεξάγεται πλήρης αξιολόγηση της κλινικής τους κατάστασης. Η απόφαση για µία πιο µακροχρόνια αγωγή θα πρέπει να λαµβάνεται από τον θεράποντα γιατρό µεµονωµένα για κάθε ασθενή. ∆εν υπάρχουν δεδοµένα από κλινικές δοκιµές για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των τριών ετών για ασθενείς µε υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα σκλήρυνση κατά πλάκας ή για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των 4,5 ετών για ασθενείς µε δευτερογενή, προοδευτικά επιδεινούµενη µορφή της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Η θεραπεία δεν συνιστάται σε ασθενείς µε υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα µορφή της σκλήρυνσης κατά πλάκας, οι οποίοι έχουν παρουσιάσει λιγότερο από 2 υποτροπές στα προηγούµενα 2 έτη ή σε ασθενείς µε δευτερογενή, προοδευτικά επιδεινούµενη µορφή της σκλήρυνσης κατά πλάκας, οι οποίοι δεν είχαν ενεργή νόσο στα προηγούµενα 2 έτη. Εάν ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στο φάρµακο, π.χ.: εάν υπάρχει σταθερή εξέλιξη στην κλίµακα EDSS επί 6 µήνες ή απαιτείται θεραπεία µε τουλάχιστον τρεις κύκλους ACTH ή κορτικοστεροειδών για χρονικό διάστηµα ενός χρόνου, παρά τη χορήγηση του Betaferon, τότε θα πρέπει να διακοπεί η αγωγή µε το Betaferon.
-
• Παιδιά και έφηβοι (<18 ετών)
Η αποτελεσµατικότητα και η ασφάλεια του Betaferon δεν έχουν ερευνηθεί σε παιδιά και σε εφήβους κάτω των 18 ετών. Για αυτό το λόγο το Betaferon δεν πρέπει να χορηγείται σε άτοµα που ανήκουν στις οµάδες αυτές.
4.3 Αντενδείξεις
-
− Κύηση (βλέπε παράγραφο 4.6 «Χορήγηση κατά τη διάρκεια εγκυµοσύνης και θηλασµού»).
-
− Ασθενείς µε ιστορικό υπερευαισθησίας στη φυσική ή στην ανασυνδυασµένη ιντερφερόνη-β, στην ανθρώπινη λευκωµατίνη ή σε οιονδήποτε από τα έκδοχα.
-
− Ασθενείς µε ιστορικό σοβαρής καταθλιπτικής διαταραχής ή/και ιδεών αυτοκτονίας (βλέπε παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση» και 4.8 «Ανεπιθύµητες ενέργειες».
-
− Ασθενείς µε ηπατοπάθεια όπου υπάρχει ανεπάρκεια αντιρροπήσεως (βλέπε παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση», 4.5 «Αλληλεπιδράσεις µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα και άλλες µορφές αλληλεπίδρασης» και 4.8 «Ανεπιθύµητες ενέργειες».
-
− Ασθενείς µε επιληψία, η οποία δεν ελέγχεται επαρκώς µε κάποια θεραπεία (βλέπε παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση», 4.5 «Αλληλεπιδράσεις µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα και άλλες µορφές αλληλεπίδρασης» και 4.8 «Ανεπιθύµητες ενέργειες».
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι ασθενείς, στους οποίους πρόκειται να χορηγηθεί Betaferon θα πρέπει να ενηµερωθούν ότι οι καταθλιπτικές διαταραχές και η ιδέα της αυτοκτονίας µπορούν να αποτελέσουν ανεπιθύµητη ενέργεια της θεραπείας και ότι θα πρέπει να αναφέρουν αµέσως αυτά τα συµπτώµατα στο θεράποντα γιατρό. Σε σπάνιες περιπτώσεις, τα συµπτώµατα αυτά µπορεί να οδηγήσουν σε απόπειρα αυτοκτονίας. Οι ασθενείς που εκδηλώνουν καταθλιπτικές διαταραχές και ιδέες αυτοκτονίας θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά και θα πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόµενο της διακοπής της αγωγής. To Betaferon πρέπει να χορηγείται µε προσοχή σε ασθενείς, οι οποίοι κατά το παρελθόν ή το παρόν έχουν παρουσιάσει καταθλιπτικές διαταραχές, ιστορικό επιληπτικών κρίσεων καθώς και σε ασθενείς, στους οποίους χορηγούνται αντιεπιληπτικά φάρµακα (βλέπε παράγραφο 4.5 «Αλληλεπιδράσεις µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα και άλλες µορφές αλληλεπίδρασης»). Πρέπει επίσης να χορηγείται µε προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από προϋπάρχουσες καρδιακές διαταραχές. Είναι πιθανό να παρουσιαστούν σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας (πολύ σπάνιες, αλλά πολύ σοβαρές αντιδράσεις όπως βρογχόσπασµος, αναφυλαξία και κνίδωση). Εάν οι αντιδράσεις είναι σοβαρές, θα πρέπει να διακοπεί η χορήγηση του Betaferon και να καθοριστεί ανάλογη φαρµακευτική αγωγή. Άλλες µέτριες έως σοβαρές ανεπιθύµητες ενέργειες σύµφωνα µε τη µέχρι σήµερα εµπειρία, ίσως απαιτήσουν τροποποιήσεις στο δοσολογικό σχήµα της φαρµακευτικής αγωγής µε Betaferon ή ακόµη και τη διακοπή του φαρµάκου. Πριν την έναρξη της θεραπευτικής αγωγής µε το Betaferon καθώς και σε τακτά χρονικά διαστήµατα κατά τη διάρκεια της θεραπείας πρέπει λαµβάνεται πλήρες αιµοδιάγραµµα και να λαµβάνονται ξεχωριστά τιµές για τα επίπεδα των λευκών αιµοσφαιρίων. Οι τιµές για τα επίπεδα AST (SGOT), ALT (SGPT) και γ-GT πρέπει να λαµβάνονται πριν από την έναρξη της θεραπείας µε Betaferon καθώς και σε τακτά χρονικά διαστήµατα κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Εάν ο ασθενής εµφανίσει αυξηµένες τιµές των τρανσαµινασών στον ορό, τότε θα πρέπει να τεθεί υπό στενή παρακολούθηση και έρευνα, ακόµη και να σταµατήσει η χορήγηση του Betaferon, εάν τα επίπεδα αυξηθούν σηµαντικά ή εάν εµφανιστούν συµπτώµατα που υποδηλώνουν την εκδήλωση ηπατίτιδας. Εάν δεν υπάρχουν κλινικές ενδείξεις ηπατικής βλάβης και αφού οι τιµές των ηπατικών ενζύµων επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα, τότε µπορεί να ληφθεί υπόψη η επαναχορήγηση του φαρµάκου µε ακόλουθη παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας. Σε σπάνιες περιπτώσεις, παρατηρήθηκε παγκρεατίτιδα µε τη χρήση του Betaferon, συχνά σχετιζόµενη µε υπερτριγλυκεριδαιµία. ∆εν υπάρχουν στοιχεία για ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια. Η λειτουργία των νεφρών πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά όταν οι ασθενείς αυτοί λαµβάνουν το Betaferon. Στις µελέτες µε σκλήρυνση κατά πλάκας, 29% (µεταξύ 28% και 41% σε διαφορετικές µελέτες) των ασθενών ανέπτυξαν εξουδετερωτική δράση προς την ιντερφερόνη βήτα-1b στον ορό, η οποία επιβεβαιώνεται µε τουλάχιστον δύο διαδοχικές θετικές µετρήσεις τίτλων. Από τους ασθενείς αυτούς, 49% (µεταξύ 37% και 55% σε διαφορετικές µελέτες) έχασαν µόνιµα την εξουδετερωτική δράση τους κατά τη διάρκεια της επακόλουθης περιόδου παρατήρησης της αντίστοιχης µελέτης. Η ανάπτυξη εξουδετερωτικής δράσης συνδέεται µε µείωση της κλινικής αποτελεσµατικότητας µόνο σε σχέση µε την υποτροπιάζουσα δράση. Ορισµένες αναλύσεις υποδηλώνουν ότι η επίδραση αυτή ενδέχεται να είναι µεγαλύτερη σε ασθενείς µε υψηλότερα επίπεδα τίτλων εξουδετερωτικής δράσης. Η απόφαση να συνεχιστεί ή να διακοπεί η θεραπεία θα πρέπει να βασίζεται στην κλινική δράση της νόσου αντί στην κατάσταση της εξουδετερωτικής δράσης. ∆εν έχουν ακόµη συσχετιστεί νέες ανεπιθύµητες ενέργειες µε την εµφάνιση εξουδετερωτικής δράσης. Έχει αποδειχτείin vitro ότι το Betaferon εµφανίζει διασταυρούµενη αντίδραση µε την ενδογενή ιντερφερόνη βήτα. Ωστόσο, δεν έχουν διεξαχθεί έρευνεςin vivoκαι η κλινική σηµασία του γεγονότος αυτού δεν έχει επιβεβαιωθεί. Έχουν αναφερθεί µόνο σποραδικά και µη ολοκληρωµένα δεδοµένα από ασθενείς, οι οποίοι ανέπτυξαν εξουδετερωτική δράση και οι οποίοι ολοκλήρωσαν τη θεραπεία µε Betaferon. Ασθενείς που κάνουν χρήση του Betaferon έχουν αναφέρει εµφάνιση νέκρωσης στο σηµείο της ένεσης (βλέπε παράγραφο 4.8 «Ανεπιθύµητες ενέργειες»). Η νέκρωση µπορεί να επεκταθεί και να συµπεριλαµβάνει και την περιτονία µυών, καθώς και λίπος και µπορεί για το λόγο αυτό να έχει ως αποτέλεσµα το σχηµατισµό ουλών. Σε µεµονωµένες περιπτώσεις µπορεί να χρειαστεί χειρουργικός καθαρισµός, σπανιότερα µεταµόσχευση του δέρµατος και η επούλωση µπορεί να διαρκέσει έως και 6 µήνες. Εάν ο ασθενής παρουσιάσει βλάβη σε περισσότερα σηµεία, τότε η χορήγηση του Betaferon θα πρέπει να διακοπεί έως ότου επουλωθούν τα σηµεία αυτά. Ωστόσο, υπάρχουν ασθενείς, στους οποίους η νέκρωση στα σηµεία της ένεσης έχει επουλωθεί ενώ συνεχίζουν τη θεραπευτική αγωγή µε το Βetaferon. Για αυτό το λόγο, ασθενείς που εµφανίζουν νέκρωσησε µεµονωµένα σηµεία µπορούν να συνεχίσουν τη θεραπεία µε το Betaferon, µε την προϋπόθεση ότι η νέκρωση δεν έχει επεκταθεί κατά πολύ. Για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος νέκρωσης στα σηµεία της ένεσης, θα πρέπει να παρέχονται οδηγίες στους ασθενείς ώστε:
* παράγεται µε γενετική τροποποίηση από στέλεχος τουEscherichia coli
-
− να χρησιµοποιούν την άσηπτη τεχνική της ένεσης
-
− να εναλλάσσουν το σηµείο της ένεσης σε κάθε δόση
Περιοδικά, ο ασθενής θα πρέπει να ελέγχεται εάν κάνει σωστή χρήση της τεχνικής της αυτοένεσης, ειδικά όταν παρουσιαστεί νέκρωση σε κάποια σηµεία ένεσης.
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τη χορήγηση του Betaferon σε ασθενείς µε µυελοκαταστολή, αναιµία και θροµβοκυτοπενία. Οι ασθενείς που εκδηλώνουν ουδετεροπενία πρέπει να παρακολουθούνται στενά για την πιθανότητα εκδήλωσης πυρετού ή λοίµωξης. Έχει αναφερθεί θροµβοκυτοπενία, µε σηµαντικές µειώσεις στη µέτρηση αιµοπεταλίων. Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις µυοκαρδιοπάθειας. Εάν παρουσιαστεί µυοκαρδιοπάθεια και υπάρξει υποψία συσχέτισης µε τη χρήση του Betaferon, τότε η θεραπευτική αγωγή πρέπει να διακοπεί. H χορήγηση κυτοκινών σε ασθενείς µε προϋπάρχουσα µονοκλωνική γαµµοπάθεια έχει συσχετιστεί µε την εµφάνιση συνδρόµου συστηµατικής τριχοειδικής διαφυγής, µε συµπτώµατα καταπληξίας (shock) και θανατηφόρο έκβαση.
4.5 Αλληλεπιδράσεις µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα και άλλες µορφές αλληλεπίδρασης
∆εν έχουν διεξαχθεί τυπικές µελέτες για την αλληλεπίδραση του Betaferon µε άλλα φάρµακα. ∆εν είναι γνωστή η επίδραση της χορήγησης 250 µg (8,0 εκατοµµυρίων IU) Betaferon σε ασθενείς µε σκλήρυνση κατά πλάκας κάθε δεύτερη ηµέρα, ως προς τον µεταβολισµό των φαρµάκων. Η αγωγή των υποτρο&p