Angiox 250 mg κόνις για πυκνό διάλυμα για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 250 mg μπιβαλιρουδίνης.
Μετά την ανασύσταση 1 ml περιέχει 50 mg μπιβαλιρουδίνης.
Μετά την αραίωση 1 ml περιέχει 5 mg μπιβαλιρουδίνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για πυκνό διάλυμα για παρασκευή ενέσιμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση.
Λευκή έως υπόλευκη λυοφιλοποιημένη κόνις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με οξέα στεφανιαία σύνδρομα (ασταθής στηθάγχη/έμφρακτο του μυοκαρδίου χωρίς τμηματική ανύψωση διαστήματος ST (UA/NSTEMI) προγραμματισμένη για επείγουσα ή πρόωρη παρέμβαση. Το Angiox πρέπει να χορηγείται με ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη.
Ένα αντιπηκτικό για ασθενείς που υποβάλλονται σε διαδερμική παρέμβαση στεφανιαίων (percutaneous coronary intervention-PCI).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Το Angiox προορίζεται για ενδοφλέβια (IV) χρήση. Το Angiox πρέπει να χορηγείται από ιατρό με εμπειρία σε φροντίδα οξέων στεφανιαίων είτε σε διαδικασίες παρέμβασης στεφανιαίων. Ενήλικοι/λικιωμένοι
Οξέαστεφανιαίασύνδρομα (ΑCS)
Η συνιστώμενη αρχική δόση του Angiox για ασθενείς με ACS είναι μια ενδοφλέβια bolus χορήγηση 0,1 mg/kg ακολουθούμενη από μια έγχυση 0,25 mg/kg/ώρα. Ασθενείς που θα πρέπει να παρακολουθούνται ιατρικά μπορούν να συνεχίσουν την έγχυση 0,25 mg/kg/ώρα μέχρι 72 ώρες.
Εάν οι ασθενείς υποβληθούν σε PCI, μια πρόσθετη bolus χορήγηση 0,5 mg/kg θα πρέπει να χορηγείται και η έγχυση να αυξάνεται σε 1,75 mg/kg/ώρα για τη διάρκεια της επέμβασης.
Μετά την PCI, η μειωμένη δόση έγχυσης των 0,25 mg/kg/ώρα μπορεί να συνεχισθεί για 4 εως 12 ώρες ως κλινικά απαραίτητη.
Για ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική αορτοστεφανιαία παράκαμψη παλλόμενης καρδιάς, η IV έγχυση της μπιβαλιρουδίνης πρέπει να συνεχιστεί μέχρι την ώρα του χειρουργείου. Ακριβώς πριν την επέμβαση, θα πρέπει να χορηγηθεί μία bolus δόση 0,5 mg/kg ακολουθούμενη από μία έγχυση 1,75 mg/kg/ώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της επέμβασης.
Για ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική αορτοστεφανιαία παράκαμψη εξωσωματικής κυκλοφορίας, η IV έγχυση της μπιβαλιρουδίνης πρέπει να συνεχιστεί έως μία ώρα πριν την επέμβαση, μετά την οποία η έγχυση πρέπει να διακοπεί και να χορηγηθεί στον ασθενή μη κλασματοποιημένη ηπαρίνη.
PCI
Η συνιστώμενη δόση του Angiox για ασθενείς που υποβάλλονται σε PCI είναι μια ενδοφλέβια bolus χορήγηση 0,75 mg/kg βάρους σώματος ακολουθούμενη αμέσως από μια ενδοφλέβια έγχυση με ρυθμό 1,75 mg/kg βάρους σώματος/ώρα για τουλάχιστον τη διάρκεια της επέμβασης. Η έγχυση μπορεί να συνεχιστεί έως 4 ώρες μετά από την PCI όπως απαιτείται κλινικώς. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της δόσης bolus του Angiox δεν έχει εκτιμηθεί και δε συνιστάται ακόμα και όταν προγραμματίζεται μικρή διαδικασία PCI παρέμβασης.
Δεν απαιτείται καμία προσαρμογή στη δόση εφόσον η νεφρική λειτουργία είναι φυσιολογική. Εάν υπάρχει νεφρική ανεπάρκεια η δόση/ o ρυθμός έγχυσης θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί. Να χορηγείται με προσοχή στους ηλικιωμένους λόγω της μείωσης της νεφρικής λειτουργίας λόγω ηλικίας.
Ο ενεργοποιημένος χρόνος πήξης (activated clotting time-ACT) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της δραστικότητας της μπιβαλιρουδίνης. Οι τιμές ACT σε 5 λεπτά μετά από τη χορήγηση της δόσης bolus μπιβαλιρουδίνης κυμαίνονται στα 365 +/- 100 δευτερόλεπτα. Αν η τιμή ACT 5λέπτου είναι μικρότερη από 225 δευτερόλεπτα, πρέπει να χορηγηθεί μια δεύτερη δόση bolus 0,3 mg/kg.
Προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες για χαμηλές τιμές ACT, το αραιωμένο και ανασυσταθέν προϊόν θα πρέπει να έχει αναμιχθεί καλά πριν από τη χορήγηση και η δόση bolus πρέπει να χορηγηθεί με μια γρήγορη ενδοφλέβια έγχυση. Όταν η τιμή ACT είναι μεγαλύτερη από 225 δευτερόλεπτα, δεν απαιτείται περαιτέρω παρακολούθηση υπό την προϋπόθεση ότι χορηγείται σωστά η δόση έγχυσης 1,75 mg/kg.
Το αρτηριακό θηκάριο μπορεί να αφαιρεθεί 2 ώρες μετά από τη διακοπή της έγχυσης της μπιβαλιρουδίνης, χωρίς περαιτέρω παρακολούθηση ACT.
Νεφρικήανεπάρκεια
Η δόση ACS (0,1mg/kg bolus/0,25mg/kg/ώρα έγχυση) δε θα πρέπει να προσαρμόζεται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Οι ασθενείς με μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (GFR 30-59ml/min) που υποβάλλονται σε PCI (είτε είναι υπό θεραπεία με μπιβαλιρουδίνη για ΑCS είτε όχι) πρέπει να λαμβάνουν ένα χαμηλότερο ρυθμό έγχυσης 1,4 mg/kg/ώρα. Η δόση bolus δεν θα πρέπει να τροποποιείται από τη δοσολογία που περιγράφεται κάτω από τα λήμματα ACS και PCI ανωτέρω.
Κατά τη διάρκεια της (PCI), συνιστάται η παρακολούθηση του χρόνου πήξης, όπως η τιμή ACT σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Η τιμή ACT πρέπει να ελέγχεται 5 λεπτά μετά τη χορήγηση της δόσης bolus. Αν η τιμή ACT είναι μικρότερη από 225 δευτερόλεπτα, πρέπει να χορηγείται μια δεύτερη δόση bolus 0,3 mg/kg και να επανελέγχεται η τιμή ACT 5 λεπτά μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης bolus.
Σε ασθενείς με μέτρια νεφρική ανεπάρκεια, που συμπεριλήφθηκαν στην καθοριστικής σημασίας μελέτη φάσης ΙΙΙ (REPLACE-2), οι τιμές ACT που αξιολογήθηκαν 5 λεπτά μετά τη δόση bolus της μπιβαλιρουδίνης κυμάνθηκαν στα 366 +/- 89 δευτερόλεπτα χωρίς ρύθμιση της δόσης. Στο τέλος της διαδικασίας PCI, οι τιμές ACT κυμάνθηκαν στα 355 +/- 81 δευτερόλεπτα σε αυτούς τους ασθενείς.
Το Angiox αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (GFR<30 ml/min) και επίσης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση (βλ. παράγραφο 4.3).
Ηπατικήανεπάρκεια
Δεν απαιτείται καμία προσαρμογή στη δόση. Οι φαρμακοκινητικές μελέτες υποδηλώνουν ότι ο ηπατικός μεταβολισμός της μπιβαλιρουδίνης είναι περιορισμένος, επομένως η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της μπιβαλιρουδίνης δεν έχουν μελετηθεί συγκεκριμένα σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
Παιδιάκαιέφηβοι
Δεν υπάρχει σχετική ένδειξη για χρήση του Angiox σε παιδιά ή εφήβους.
Οι ασθενείς μπορούν να αρχίσουν με Angiox 30 λεπτά μετά τη διακοπή της ενδοφλεβίως χορηγούμενης μη κλασματοποιημένης ηπαρίνης, ή 8 ώρες μετά τη διακοπή της υποδορίως χορηγούμενης χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνης.
Χρήσημεαναστολείς GPIIb/IIIa
Το Angiox μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με αναστολείς GPIIb/IIIa. Ανατρέξατε στο κεφάλαιο 5.1 για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τη χρήση της μπιβαλιρουδίνης με ή χωρίς αναστολέα GPIIb/IIIa.
4.3 Αντενδείξεις
Το Angiox αντενδεικνύεται σε ασθενείς με:
•
•
•
•
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Το Angiox δεν προορίζεται για ενδομυϊκή χρήση. Μην το χορηγείτε ενδομυϊκώς.
Αιμορραγία: Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται στενά για συμπτώματα και ενδείξεις αιμορραγίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που η μπιβαλιρουδίνη συνδυάζεται με κάποιο άλλο αντιπηκτικό (βλ. παράγραφο 4.5). Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό αιμορραγίας που σχετίζεται με την μπιβαλιρουδίνη παρουσιάζεται στο σημείο παρακέντησης της αρτηρίας στους ασθενείς που υποβάλλονται σε PCI, μπορεί να παρουσιαστεί αιμορραγία σε οποιοδήποτε σημείο κατά τη θεραπεία. Μείωση του αιματοκρίτη, της αιμοσφαιρίνης ή της πίεσης αίματος αγνώστου αιτιολογίας μπορεί να υποδηλώνει αιμορραγία. Η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται αν παρατηρηθεί ή υπάρχει υποψία αιμορραγίας.
Δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο για την μπιβαλιρουδίνη, ωστόσο, η επίδρασή της εξασθενεί γρήγορα (το T½ είναι 35 έως 40 λεπτά).
Συγχορήγηση αναστολέων αιμοπεταλίων ή αντιπηκτικών: Η συνδυασμένη χρήση αντιπηκτικών φαρμάκων αναμένεται να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας (βλ. παράγραφο 4.5). Οι κλινικές και βιολογικές παράμετροι της αιμόστασης θα πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά, όταν η μπιβαλιρουδίνη συνδυάζεται με αναστολείς αιμοπεταλίων ή αντιπηκτικά φάρμακα.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν βαρφαρίνη και θεραπεία με μπιβαλιρουδίνη, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο παρακολούθησης της διεθνούς κανονικοποιημένης αναλογίας (INR) για να διασφαλιστεί ότι επιστρέφει στα επίπεδα πριν από τη θεραπεία μετά τη διακοπή της θεραπείας με μπιβαλιρουδίνη.
Υπερευαισθησία: Σπανίως αναφέρθηκαν αλλεργικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε κλινικές δοκιμές. Θα πρέπει να γίνεται κατάλληλη προετοιμασία για την αντιμετώπιση αυτών των επιπλοκών. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα πρώτα σημάδια αντιδράσεων υπερευαισθησίας συμπεριλαμβανομένων των εξανθημάτων, της γενικευμένης κνίδωσης, του σφιξίματος στο στήθος, του αναπνευστικού συριγμού, της υπότασης και της αναφυλαξίας. Σε περίπτωση καταπληξίας, πρέπει να εφαρμόζονται τα τρέχοντα ιατρικά πρότυπα αντιμετώπισης της καταπληξίας. Εξαιρετικά σπάνια έχει αναφερθεί αναφυλαξία, συμπεριλαμβανομένης της αναφυλακτικής καταπληξίας με θανατηφόρα έκβαση, από την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου (βλ. λήμμα 4.8).
Θετικά αντισώματα μπιβαλιρουδίνης λόγω της θεραπείας είναι σπάνια και δεν έχουν συσχετιστεί με κλινικές ενδείξεις αλλεργικών ή αναφυλακτικών αντιδράσεων. Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς που έχουν λάβει προηγουμένως θεραπεία με λεπιρουδίνη και έχουν αναπτύξει αντισώματα ενάντια στην λεπιρουδίνη .
Έχει παρατηρηθεί σχηματισμός θρόμβου κατά τη διάρκεια επεμβάσεων γ-βραχυθεραπείας με το Angiox.
Το Angiox πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε περιπτώσεις επεμβάσεων β-βραχυθεραπείας.